τερπνά

τερπνά
τερπνός
delightful
neut nom/voc/acc pl
τερπνά̱ , τερπνός
delightful
fem nom/voc/acc dual
τερπνά̱ , τερπνός
delightful
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τέρπν' — τερπνά , τερπνός delightful neut nom/voc/acc pl τερπνά̱ , τερπνός delightful fem nom/voc/acc dual τερπνά̱ , τερπνός delightful fem nom/voc sg (doric aeolic) τερπνέ , τερπνός delightful masc voc sg τερπναί , τερπνός delightful fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερπνάν — τερπνά̱ν , τερπνός delightful fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερπνάς — τερπνά̱ς , τερπνός delightful fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερπνός — ή, ό / τερπνός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που προξενεί τέρψη, ευχάριστος, ευάρεστος (α. «η προφήτισσα Μαρία μ ένα τύμπανο τερπνό», Σολωμ. β. «τῷ γὰρ ῥα θεὸς πέρι δῶκεν ἀοιδὴν τερπνήν», Ομ. Οδ.) νεοελλ. παροιμ. φρ. «το τερπνόν μετά τού ωφελίμου» λέγεται σε …   Dictionary of Greek

  • PATINA — an a patendo; unde saepe in veter, libris Patena scribitur, ut vidimus supra: an a πατάνη, ut Suidae visum? Graecis Λοπὰς est: a Romanis, luxuriante sequiore aevô, variis argumentis caelari consuevit. Unde Hederatam memorat Treb. Pollio in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επιτερπής — ἐπιτερπής, ές (Α) [επιτέρπομαι] 1. ευχάριστος, τερπνός, που παρέχει τέρψη («ἃ καὶ λόγῳ ἀκούειν οὐκ ἐπιτερπές», Πλάτ.) 2. αυτός που η θέα του προκαλεί ευχαρίστηση («πρόσοψιν ἐπιτερπῆ», Διόδ.) 3. ο έκδοτος στις ηδονές. επίρρ... ἐπιτερπῶς (Α) τερπνά …   Dictionary of Greek

  • ευμορφολογώ — εὐμορφολογῶ, έω (Μ) μιλώ ευχάριστα, τερπνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύμορφος + λογῶ (< λόγος), πρβλ. κακο λογώ, πολυ λογώ] …   Dictionary of Greek

  • θυμήρης — θυμήρης, ες (ΑΜ) θυμαρής* 1. τερπνός, ευχάριστος, θελκτικός 2. (στον Όμ. μόνο το ουδ. ως επίρ.) φρ. «θυμήρες κεράσασα» αφού ανακάτεψε το ζεστό νερό με κρύο, ώστε να τό δέχομαι ευχάριστα, Ομ. Οδ.). επίρρ... θυμήρως (Α) ευχάριστα, τερπνά. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • τερπνώς — τερπνῶς ΝΜΑ, και τερπνά Ν επίρρ. βλ. τερπνός …   Dictionary of Greek

  • АКЕПСИМ, ИОСИФ И АИФАЛ — Мученики Акепсим, Иосиф и Аифал. Миниатюра из греко груз. рукописи. XV в. (РНБ) Мученики Акепсим, Иосиф и Аифал. Миниатюра из греко груз. рукописи. XV в. (РНБ)(† 378 или 379), священномученики Персидские (пам. 3 нояб., греч. 22 апр.). В конце… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”